πελανός

πελανός
και πέλανος, ό, Α
1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.)
2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς
3. στρογγυλό γλύκισμα, είδος πίτας, το οποίο παρασκευαζόταν από το παραπάνω μίγμα και προσφερόταν στους θεούς
4. το αλεύρι που χρησίμευε για την παρασκευή τού παραπάνω μίγματος
5. ο οβολός, ίσως λόγω τής ομοιότητάς του με το σχήμα τής πίτας
6. φρ. α) «πελανὸς αἱματοσφαγής» — το αίμα τών πεσόντων στο πεδίο τής μάχης
β) «πελανὸς αιματηρός» — το θρομβώδες αίμα
γ) «ἀφρώδης πελανός» — αφρός που έπηξε
δ) «πελανὸς μελίσσης» — το μέλι
ε) «πιαλέοι πελανοί» — οι τσίμπλες τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η αρχική σημ. τής λ. πελανός είναι «πλακούντας, στρογγυλό πλατύ γλύκισμα που προσφερόταν στους θεούς», τότε ο τ. θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *pelә2 «πιάτο, ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πέλα-γος) με κατάλ. -νός και να συνδεθεί με τα: λατ. planus και λιθουαν. plόne «είδος γλυκού». Στην ίδια ρίζα ανάγονται επίσης και τα: πλάγιος, πλάξ, παλάμη, παλάθη, παλαστή. Η υπόθεση, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τα πίμπλημι, πολύς (πρβλ. αρχ. ινδ. parīnas «πλούτος, αφθονία») δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. πελανός (και πέλανος, όπως παραδίδουν ορισμένες επιγραφές) χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένες περιοχές για να δηλώσει τον οβολό «είδος νομίσματος» και τις υποδιαιρέσεις του (πρβλ. πέλανορ
τετράχαλκον, Λάκωνες) πιθ. λόγω τής ομοιότητας τού νομίσματος προς το σχήμα τού πλακούντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελανός — any thick liquid substance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλανος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανοῖσι — πελανός any thick liquid substance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανοί — πελανός any thick liquid substance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανοῦ — πελανός any thick liquid substance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανούς — πελανός any thick liquid substance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανῶν — πελανός any thick liquid substance masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανόν — πελανός any thick liquid substance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάνοις — πέλανος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάνοισι — πέλανος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”